ὑψηλόταται

ὑψηλόταται
ὑψηλός
high
fem nom/voc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπερτοδουλισμός — ο πονηρό τέχνασμα, πονηριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μπερτόδουλος / Μπερτόλδος, κύριο πρόσωπο τής σάτιρας Πανουργίαι υψηλόταται Μπερτόλδου τού Ιταλού Τζούλιου Τσέζαρε ντέλα Κρότσε + ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”